θησαυροφυλάκιον

θησαυροφυλάκιον
θησαυροφυλάκιον
treasury
neut nom/voc/acc sg
θησαυροφυλακέω
lay by
imperf ind act 3rd pl (doric)
θησαυροφυλακέω
lay by
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θησαυροφυλακίῳ — θησαυροφυλάκιον treasury neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυροφυλάκια — θησαυροφυλάκιον treasury neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BATANA — locus iuxta Euphratem. Steph. Vide Agbatana apud eundem. Hic θησαυροφυλάκιον Regum Mediae et Persiae fuisse, testatur Isidorus Characenus. Ecbatana vocant Qu. Curtius et Iustinus. Hic l. 4. c. 5. Se quoque; cum transisset mare, non Ciliciam aut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θησαυροφυλάκιο — το (ΑΜ θησαυροφυλάκιον) [θησαυροφύλακας] το μέρος όπου φυλάγεται θησαυρός («το θησαυροφυλάκιο τής τράπεζας») νεοελλ. (σε μερικές χώρες, κυρίως στην Αγγλία) το υπουργείο τών οικονομικών («πρώτος λόρδος τού θησαυροφυλακίου» τίτλος ο οποίος δίνεται… …   Dictionary of Greek

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”